- αμφιβιοτικός
- -ή, -ό [αμφίβιος]αυτός που έχει την ιδιότητα τού αμφιβίου, που μπορεί δηλ. να ζει και στην ξηρά και στο νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek